προαγωγός — leading on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγός — ο αυτός που παρακινεί σε πορνεία, εκμαυλιστής, μαστροπός, ρουφιάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαγωγοῖς — προαγωγός leading on masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγοί — προαγωγός leading on masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγοῦ — προαγωγός leading on masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγούς — προαγωγός leading on masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγῷ — προαγωγός leading on masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγόν — προαγωγός leading on masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγωγέας — ο / προαγωγεύς, έως, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. νέο ειδικό κέντρο τού οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδους μσν. αρχ. αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγός αρχ. 1. (για τον θεό) ο δημιουργός 2. συλλέκτης χρηματικών… … Dictionary of Greek
προαγωγεύω — ΝΑ [προαγωγός] εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός αρχ. μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek